- συγκατακολουθησάντων
- συγκατακολουθέωfollow togetheraor part act masc/neut gen plσυγκατακολουθέωfollow togetheraor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατακολουθώ — έω, Α [κατακολουθώ] ακολουθώ μαζί («κατοικία παλαιὰ τῶν Μενελάῳ συγκατακολουθησάντων αἰχμαλώτων Τρώων», Στράβ.) … Dictionary of Greek